αλφάδι

αλφάδι
το (Μ ἀλφάδιον)
γενική ονομασία οργάνων με τα οποία ελέγχουμε την οριζοντιότητα μιας επίπεδης επιφάνειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφα + υποκορ. κατάλ. -άδι*
η ονομασία τού οργάνου οφείλεται στο σχήμα του.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλφαδάκι, αλφαδιά, αλφαδιάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλφάδι — το ιού, όργανο των κτιστών, ξυλουργών κτλ. με το οποίο ελέγχεται η οριζοντιότητα ή η κατακόρυφη θέση μιας επιφάνειας ή μετριούνται οι γωνιές: Χωρίς αλφάδι ο ξυλουργός δεν μπορεί να δουλέψει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άλφα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ., 320 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γεροποτάμου. * * * το (Α ἄλφα) (άκλιτο) 1. το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου (Α, α) 2. φρ. «δεν ξέρει ούτε το… …   Dictionary of Greek

  • αλφαδάκι — το [αλφάδι] μικρό αλφάδι …   Dictionary of Greek

  • αλφαδιάζω — 1. καθορίζω ή ελέγχω με το αλφάδι την οριζοντιότητα μιας επιφάνειας, οριζοντιώνω 2. φέρνω στην ίδια γραμμή, στην ίδια ευθεία, τα μέρη μιας ορισμένης επιφάνειας ή τις κορυφές και τις επιφάνειες διαφόρων αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλφάδι. ΠΑΡ.… …   Dictionary of Greek

  • αεροστάθμη — Όργανο που κατά κανόνα χρησιμοποιείται για να ελέγχεται αν ένα επίπεδο είναι οριζόντιο. Βασίζεται στο γεγονός ότι μια φυσαλίδα αέρα που εμπεριέχεται σε υγρό μέσα σε ένα κλειστό δοχείο, τείνει να τοποθετηθεί στο σημείο του δοχείου που βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

  • αλφάδιασμα — το [αλφαδιάζω] ο καθορισμός μιας οριζόντιας θέσης μιας επιφάνειας με το αλφάδι …   Dictionary of Greek

  • αλφάρι — το (Μ ἀλφάριον) (υποκορ. τού άλφα*) το αλφάδι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφα + παραγ. κατάλ. άρι] …   Dictionary of Greek

  • αλφαδιά — η [αλφάδι] 1. η ευθύτητα και (συνήθως η οριζοντιότητα) μιας επιφάνειας 2. η οριζόντια ευθυγράμμιση τών κορυφών ή τών επιφανειών διαφόρων αντικειμένων …   Dictionary of Greek

  • αλφαδιαστής — ο [αλφαδιάζω] αυτός που αλφαδιάζει, που κανονίζει με το αλφάδι την οριζοντιότητα μιας επιφάνειας …   Dictionary of Greek

  • γωνιάζω — (AM γωνιάζω) [γωνία] δίνω σε ένα αντικείμενο μορφή γωνίας μσν. νεοελλ. κρύβω νεοελλ. 1. πελεκώ με τέτοιο τρόπο ώστε οι δύο πλευρές τού αντικειμένου να αποτελέσουν δίεδρη γωνία 2. δοκιμάζω με τη γωνιά (με το αλφάδι) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”